κοντοπαίκτης

κοντοπαίκτης
κοντοπαίκτης, ὁ (Α)
επιγρ. ακροβάτης που ισορροπεί ένα κοντάρι στο χέρι του, χορευτής με κοντάρι ισορροπίας, ακροβάτης χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο-παίκτης, χαρτο-παίκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοντοπαίκτης — acrobat who balanced a pole on his head masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοντοπαίκτην — κοντοπαίκτης acrobat who balanced a pole on his head masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοντοπαίκτου — κοντοπαίκτης acrobat who balanced a pole on his head masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CONTACOPAECTES — Graece Κοντακοπαίκτης vel Κονδακοπαίκτης, dictus est a voce κόνδαξ, vel κόνταξ, genus iaculationis denotante, qui hôc genere ludi sese excercebat. Photius in Nomocanone, Μόνον δὲ παίζειν ἔξεςτι μονόβολον καὶ κοντομονόβολον καὶ Κιντανὸν κόντακα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CONTOPAECTES — Graece Κοντοπαίκτης, apud Balsamonem in Can. 51. Propter horum autem Canonum poenas videntur excogitatt ludi Imperiales, Contopaectes scilicet, Hastiludium est seu Troiae ludus Macris Fratribus, in Hierolex. de quo passim in vocibus Hastiludium,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοντοπαικτική — κοντοπαικτική, ἡ (Μ) [κοντοπαίκτης] η ακροβατική τέχνη, η τέχνη τού κοντοπαίκτη* …   Dictionary of Greek

  • κοντός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 178 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) ή, ό (ΑM κοντός και κονδός, ή, όν) αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”